top of page

ΕΡΩΤΟΣ ΕΠΑΙΝΟΣ ΔΙΟΤΙΜΑΣ ΣΩΚΡΑΤΗΣ.

«Λοιπόν, εσένα πια σ᾽ αποδεσμεύω· αλλά τη διδαχή για τον Έρωτα, που άκουσα κάποτε από τη Διοτίμα, τη γυναίκα από τη Μαντίνεια, που ήταν σοφή και στο θέμα μας και σ᾽ άλλα πολλά (μάλιστα, όταν κάποτε, πριν απ᾽ τον λοιμό, τελούσαν θυσίες οι Αθηναίοι, πέτυχε ν᾽ αναβληθεί για χάρη τους ο λοιμός για δέκα χρόνια — ναι, αυτή δίδαξε και σ᾽ εμένα τα όσα έχουν να κάνουν με τον έρωτα)· θα δοκιμάσω λοιπόν να σας αφηγηθώ την ομιλία που έλεγε εκείνη, με αφορμή τα όσα συνομολογήσαμε εγώ και ο Αγάθων, στηριζόμενος αποκλειστικά στις δικές μου δυνάμεις, στο βαθμό που θα μπορέσω. Νιώθω όμως την υποχρέωση, όπως εσύ ανέπτυξες το θέμα, στην αρχή ν᾽ αναφερθώ διεξοδικά στον ίδιο (ποιός είναι ο Έρως και ποιά η φύση του), κατόπι στα έργα του.

Λοιπόν μου φαίνεται ότι η προσπάθειά μου να τα εκθέσω διεξοδικά θα γινόταν πιο εύκολη, αν ακολουθούσα τον τρόπο με τον οποίο μου τα ανέπτυξε η ξένη, με την εξέταση στην οποία με υπέβαλε.

Γιατί κι εγώ της έλεγα διάφορα, σαν κι αυτά που μου έλεγε τώρα δα ο Αγάθων, ότι ο Έρως είναι μέγας θεός κι είναι από τους όμορφους· κι εκείνη αναιρούσε την άποψή μου με τα ίδια λόγια, με τα οποία κι εγώ ετούτου: ότι, όπως ισχυρίζομαι, δεν είναι ούτε ωραίος ούτε καλός.
Κι εγώ της είπα: «Τί λες, Διοτίμα; άρα ο Έρως είναι άσκημος και κακός;».
Κι εκείνη αποκρίθηκε: «Μη βλαστημάς! Ή φρονείς πως, ό,τι δεν είναι ωραίο, αναπόφευκτα είναι άσκημο;».
«Και βέβαια είναι».
«Αλήθεια; Κι ό,τι δεν είναι σοφό, είναι άμαθο;

Σα να μη σου πέρασε απ᾽ το μυαλό πως υπάρχει κάτι το ενδιάμεσο ανάμεσα στη σοφία και την άγνοια».
«Και ποιό είναι αυτό;».
«Αγνοείς, είπε, ότι το να έχεις σωστή γνώμη, έστω κι αν δεν μπορείς να τη στηρίξεις λογικά, δεν είναι ούτε επιστημονική γνώση —γιατί κάτι που δε στηρίζεται στη λογική πώς θα μπορούσε να είναι επιστημονική γνώση;— ούτε άγνοια —γιατί, το να πετυχαίνει κανείς την αλήθεια, με ποιά λογική θα ήταν άγνοια;— όπως και να ᾽χει η ορθή δοξασία είναι πάνω κάτω κάτι το ενδιάμεσο ανάμεσα στην ορθή γνώση και την άγνοια».
«Λες την αλήθεια», είπα.
«Λοιπόν, μην προσπαθείς σώνει και καλά να επιβάλεις πως, ό,τι δεν είναι ωραίο, είναι άσκημο, ούτε, ό,τι δεν είναι αγαθό, είναι κακό. Το ίδιο λοιπόν κι ο Έρως, επειδή κι ο ίδιος παραδέχεσαι ότι δεν είναι αγαθός ούτε ωραίος, μην είσαι τόσο σίγουρος ότι οπωσδήποτε είναι άσκημος και κακός, αλλά κάτι, είπε, ενδιάμεσο ανάμεσα σ᾽ αυτά τα δύο».
«Όμως, βλέπεις, της είπα εγώ, ότι όλοι παραδέχονται πως είναι μέγας θεός».
«Όταν λες όλοι, είπε, εννοείς αυτούς που έχουν άγνοια ή κι αυτούς που έχουν γνώση;».
«Όλους, ανεξαιρέτως».
Κι εκείνη γέλασε και είπε: «Σωκράτη, είναι δυνατό να παραδέχονται ότι είναι μέγας θεός εκείνοι, που ούτε καν τον αναγνωρίζουν ως θεό;».
«Ποιοί είναι αυτοί;», τη ρώτησα.
«Νά, ένας εσύ κι άλλη μία εγώ».
Κι εγώ της είπα: «Πώς το λες αυτό;».
Κι εκείνη αποκρίθηκε: «Δεν είναι δύσκολο να σου το εξηγήσω. Γιατί, για πες μου, δεν υποστηρίζεις πως όλοι οι θεοί είναι ευδαίμωνες και ωραίοι; ή θα ᾽χεις το θράσος να υποστηρίξεις πως κάποιος θεός δεν είναι ωραίος κι ευδαίμων;»
«Μα τον Δία, της είπα, μακριά από μένα τέτοια λόγια!».
«Και, λέγοντας ευδαίμονες, δεν εννοείς εκείνους που έχουν κτήμα τους τα αγαθά και τα ωραία;»
«Μάλιστα».
«Παραδέχτηκες όμως ότι ο Έρως, επειδή νιώθει ότι του λείπουν τα αγαθά και τα ωραία, ποθεί ακριβώς αυτά που νιώθει την έλλειψή τους».
«Ναι, το παραδέχτηκα».
«Λοιπόν, μπορεί να είναι θεός ένας που δεν έχει το μερίδιό του στα ωραία και στα αγαθά;»
«Απ᾽ ό,τι φαίνεται, με κανένα τρόπο».
«Βλέπεις λοιπόν, είπε, ότι και συ δεν αναγνωρίζεις τον Έρωτα ως θεό;».
«Τότε, της είπα, τί θα ᾽ναι ο Έρως, θνητός;»
«Κάθε άλλο!».
«Αλλά τότε, τί;»
«Κάτι σαν αυτά που αναφέραμε πριν, το ενδιάμεσο ανάμεσα στο θνητό και το αθάνατο».
«Δηλαδή τί, Διοτίμα;»
«Δαίμων μέγας, Σωκράτη· γιατί βέβαια όλο το γένος των δαιμόνων είναι ενδιάμεσο ανάμεσα σε θεούς και σε θνητούς».
«Και ποιά είναι, είπα, η δύναμη τους;»

«Να εξηγούν και να διαβιβάζουν τα μηνύματα των ανθρώπων στους θεούς και στους ανθρώπους των θεών, των πρώτων τις προσευχές και τις θυσίες, ενώ των θεών τις εντολές και τις ανταποδόσεις για τις θυσίες· και, καθώς βρίσκονται στο ενδιάμεσο θεών και ανθρώπων, καλύπτουν το μεταξύ τους κενό, ώστε το σύμπαν ν᾽ αποχτήσει τη συνοχή του.

Είναι ο δίαυλος, απ᾽ τον οποίο διαβιβάζεται και η μαντική στο σύνολό της και το λειτούργημα του ιερατείου, που έχει να κάνει με τις θυσίες και τις μυήσεις και τα μαγικά άσματα και κάθε μαντεία και μαγγανεία.

Ο θεός δεν έρχεται σε άμεση επαφή με τον άνθρωπο, αλλά με τη διαμεσολάβηση των δαιμόνων συντελείται κάθε επικοινωνία και συνομιλία των θεών με τους ανθρώπους, και στον ύπνο και στον ξύπνο τους· κι ο άνθρωπος που είναι σοφός σ᾽ αυτές τις συναλλαγές είναι “δαιμόνιος”, ενώ ο σοφός σ᾽ ό,τι άλλο, που έχει να κάνει με επαγγέλματα ή κάποιες χειρωνακτικές εργασίες, αγοραίος.

Οι δαίμονες λοιπόν που λέμε είναι πολλοί και κάθε λογής κι ένας ανάμεσά τους είναι κι ο Έρως».
«Αλήθεια, Διοτίμα, της είπα, από ποιόν πατέρα και ποιά μητέρα γεννήθηκε ο Έρως;»
«Θα πάει μακριά να σου το διηγηθώ, Σωκράτη, μου είπε.

Όμως για χάρη σου θα το πω. Δηλαδή, όταν γεννήθηκε η Αφροδίτη, οι θεοί κάθισαν σε πλούσιο τραπέζι και με τους άλλους κι ο γιος της Μήτιδος, ο Πόρος. Αποφάγανε και αποήπιανε, όταν έφτασε η Πενία να ζητουλέψει —μυρίστηκε στρωμένο τραπέζι— και τριγύριζε από κατώφλι σε κατώφλι.

Που λες, ο Πόρος, με το κεφάλι βαρύ από νέκταρ — το κρασί δεν το ᾽ξεραν ακόμη — κατέβηκε στο περιβόλι του Δία και το ᾽ριξε στον ύπνο. Τότε η Πενία, που σοφίστηκε ν᾽ αποκτήσει παιδί από τον Πόρο (η απορία της την παρακίνησε), πέφτει και πλαγιάζει δίπλα του και πιάνει στην κοιλιά της τον Έρωτα.

Κι αυτή είναι η αιτία που ο Έρως είναι ακόλουθος και υπηρέτης της Αφροδίτης, γιατί στα γενέθλιά της πιάστηκε στην κοιλιά της μάνας του, κι ακόμη γιατί είναι πλασμένος έτσι που να τον σαγηνεύει η ομορφιά — και η Αφροδίτη είναι όμορφη.

Έτσι, μια και ο Έρωτας είναι γιος του Πόρου και της Πενίας, να σε ποια κατάσταση βρίσκεται: πρώτα πρώτα σ᾽ όλη τη ζωή του είναι φτωχός, έπειτα (ποιος έχασε την τρυφερότητα και την ομορφιά για να τη βρει αυτός, καταπώς νομίζει ο πολύς κόσμος!) ίσα ίσα είναι σκληρός και ξερακιανός, ξυπόλυτος και άστεγος· πάντοτε κοιμάται χάμω χωρίς στρωσίδια, στα κατώφλια και στα σοκάκια, ο ουρανός ανοιχτός απάνω του· η μοίρα της μητέρας του τον πήρε καταπόδι, έγινε μόνιμος συγκάτοικος με τη μιζέρια.

Όμως απ᾽ τη μεριά του πατέρα του πήρε τη συνήθεια να στήνει παγίδες στους ωραίους και τους αρχοντικούς· να ᾽ναι αντρειωμένος κι απόκοτος και δραστήριος, κυνηγός που δε βρίσκεις το ταίρι του· πάντα στήνει κάτι μηχανές, κυνηγά τη φρόνηση, το μυαλό του είναι θηλυκό· σ᾽ όλη τη ζωή του στοχάζεται κι είναι φοβερός πλανευτής και μάγος με τα βότανα του και σοφιστής· η φύση πάλι δεν τον έπλασε ούτε αθάνατον ούτε θνητό, αλλά μες στην ίδια μέρα τη μια στιγμή βρίσκεται στον ανθό του κι είναι όλο ζωή, όταν αποχτήσει όλα τα καλά, την άλλη πεθαίνει· ξανάρχεται όμως στη ζωή, κι αυτό το χρωστά στην αθάνατη φύση του πατέρα του· ό,τι κερδίζει με τα τεχνάσματά του, κάθε φορά, του ξεγλιστρά μες από τα δάχτυλα κι έτσι ο Έρωτας ποτέ ούτε πέφτει σε φτώχεια ούτε αποχτά πλούτη.

Με τον ίδιο τρόπο βρίσκεται στα μισά του δρόμου ανάμεσα στη σοφία και την αμάθεια. Νά τί συμβαίνει δηλαδή: κανένας θεός δε φιλοσοφεί ούτε επιθυμεί να γίνει σοφός, μια που κιόλας είναι· και όποιος άλλος είναι σοφός, δε φιλοσοφεί.

Πάλι, από τη μεριά τους ούτε και οι αστοιχείωτοι φιλοσοφούν ούτε επιθυμούν ν᾽ αποχτήσουν τη σοφία· γιατί ακριβώς αυτός είναι ο λόγος που κάνει την αμάθεια κατάρα: να φαντάζεται κανείς ότι είναι όσο χρειάζεται μέσα σ᾽ όλα, την ώρα που δεν έχει όλες τις χάρες ούτε είναι μυαλωμένος.

Έτσι ένας άνθρωπος που πιστεύει ότι δεν του λείπει ένα πράμα, ούτε και το λαχταρά, μη νιώθοντας ότι κάτι του λείπει».
«Μια και ούτε οι σοφοί ούτε κι οι αστοιχείωτοι φιλοσοφούν, Διοτίμα, ποιοι τέλος πάντων καταγίνονται με τη φιλοσοφία;»
«Αυτό δα κι ένα μικρό παιδί το καταλαβαίνει, Σωκράτη· δηλαδή, εκείνοι που βρίσκονται κάπου ανάμεσα σ᾽ αυτά τα δυο· ένας απ᾽ αυτούς θα ᾽ναι κι ο Έρως.

Γιατί η σοφία είναι από τα πιο όμορφα πράματα στον κόσμο κι ο Έρως τριγυρίζει με βουλιμία γύρω απ᾽ την ομορφιά· έτσι ο Έρως είναι φιλόσοφος, δεν μπορώ να τον φανταστώ διαφορετικό· και όντας φιλόσοφος, βρίσκεται κάπου ανάμεσα στον σοφό και τον αστοιχείωτο.

Και γι᾽ αυτό πάλι η καταγωγή του είναι η αιτία· γιατί γεννήθηκε από σοφό πατέρα που είχε θηλυκό μυαλό, ενώ η μητέρα του κάθε άλλο παρά σοφή ήταν — μια άπραγη.

Αυτή λοιπόν είναι η φύση του δαίμονος αυτού, Σωκράτη· το ότι εσύ σχημάτισες μια διαφορετική ιδέα για τον Έρωτα, δε με παραξενεύει καθόλου. Σχημάτισες δηλαδή την ιδέα — απ᾽ τα λεγόμενά σου αυτό βγαίνει — ότι Έρως είναι εκείνο που ξυπνά μέσα μας τον έρωτα κι όχι εκείνο που νιώθει έρωτα· αυτό είναι, νομίζω, που σ᾽ έκανε να πιστεύεις ότι ο Έρως είναι πανέμορφος.

Γιατί αυτό που αξίζει να το ερωτευτούμε είναι το αληθινά ωραίο και αβρό και τέλειο και μακάριο· εκείνο όμως που νιώθει έρωτα έχει κάποια διαφορετική μορφή: αυτή που βγαίνει από την περιγραφή που έκανα».

Κι εγώ της είπα: «Πολύ ωραία, ξένη μας, γιατί τα λες όμορφα· λοιπόν, όντας τέτοιος ο Έρως, ποιες υπηρεσίες προσφέρει στους ανθρώπους;»

«Ακριβώς αυτά, Σωκράτη, θα δοκιμάσω να σου διδάξω ύστερ᾽ απ᾽ τα προηγούμενα (ότι δηλαδή ο Έρως είναι όπως τον παρέστησα κι αυτή είναι η καταγωγή του, κι είναι έρωτας για τα ωραία, όπως εσύ τονίζεις). Τώρα, αν μας ρωτούσε κανείς: “Σωκράτη και Διοτίμα, τί ακριβώς εννοούμε με το “ο Έρως των ωραίων;” ας το πω σαφέστερα, νά: “ο ερωτευμένος ποθεί τα ωραία”· τί ποθεί;»
Κι εγώ απάντησα, «Να τα κάνει κτήμα του».
«Όμως η απάντησή σου, είπε, προκαλεί άλλη μια ερώτηση, σαν κι ετούτη: “ποιο το κέρδος εκείνου που θα κάνει κτήμα του τα ωραία;”»
«Δε βλέπω να είμαι και τόσο σε θέση, είπα, να δώσω απάντηση σ᾽ αυτή την ερώτηση προχειρολογώντας».
«Υπόθεσε όμως, είπε η Διοτίμα, ότι κάποιος τροποποιούσε την ερώτηση και, στη θέση του “ωραίου” έβαζε “το αγαθό”, και σε ρωτούσε: Έλα, Σωκράτη, αυτός που ποθεί τα αγαθά, ποθεί· τί ποθεί;»
«Να γίνουν κτήμα του», αποκρίθηκα.
«Και ποιό θα είναι το κέρδος εκείνου που θα κάνει κτήμα του τα αγαθά;»
«Σ᾽ αυτό είναι ευκολότερο ν᾽ απαντήσω, είπα: θα γίνει ευδαίμων».
«Δηλαδή, είπε, η απόχτηση των αγαθών κάνει τους ευδαίμονες ευδαίμονες, και περιττεύει πια άλλη ερώτηση, όπως: “και ποιος ο λόγος που επιθυμεί να είναι ευδαίμων αυτός που το επιθυμεί;”

Αλλά μου φαίνεται ότι ολοκληρώθηκε η απάντηση».
«Λες την αλήθεια», είπα εγώ.
«Κι αυτή τη βούληση κι αυτό τον έρωτα, τι φρονείς, τον νιώθουν όλοι οι άνθρωποι —κοινό τους χαρακτηριστικό— και όλοι τους ποθούν να γίνουν κτήμα τους για πάντα τα αγαθά; ή μήπως έχεις άλλη άποψη;»
«Ναι, αυτή είναι η άποψή μου, της είπα· είναι κοινός σε όλους».
«Τότε λοιπόν, Σωκράτη, για ποιο λόγο δε λέμε ότι όλοι είναι εραστές, αφού όλοι νιώθουν έρωτα για τα ίδια πράγματα, και πάντοτε, αλλά ορισμένους τους αποκαλούμε εραστές, άλλους όμως όχι;»
«Αυτή την απορία έχω κι εγώ», είπα.
«Όχι, δεν είναι ν᾽ απορείς, είπε· δηλαδή, από την έννοια “έρωτας”, πήραμε κατά μέρος μια συγκεκριμένη έκφανσή της και, δίνοντάς της το όνομα του συνόλου, την ονομάσαμε “έρωτα”, ενώ για τις υπόλοιπες εκφάνσεις της χρησιμοποιούμε άλλες ονομασίες.

«Όπως λόγου χάρη τι;», είπα.
«Λόγου χάρη, να: γνωρίζεις ότι “ποίηση” είναι μια ευρύτερη έννοια· δηλαδή, για κάθε πράμα, που απ᾽ την ανυπαρξία περνά στην ύπαρξη, μοναδική αιτία είναι η “ποίηση”· κι έτσι, και τα έργα που παράγουν όλα τα επαγγέλματα είναι “ποιήσεις” και οι τεχνίτες που τα παράγουν, όλοι τους, “ποιητές”».
«Είναι όπως τα λες».
«Αλλά όμως, μου είπε, ξέρεις ότι δεν τους αποκαλούμε “ποιητές”, αλλά έχουν άλλες ονομασίες· κι από τη γενική έννοια “ποίηση” απομονώσαμε ένα είδος, αυτό που έχει να κάνει με τη μουσική και τη στιχουργία, και το προσαγορεύουμε με το συνολικό όνομα.

Γιατί μόνο αυτό το είδος ονομάζεται “ποίηση” κι αυτοί που καταγίνονται μ᾽ αυτό το είδος της “ποίησης”, “ποιητές”».
«Είναι όπως τα λες», είπα.

«Λοιπόν, παρόμοια έχουμε και με τον “έρωτα”· ως γενική έννοια η λέξη σημαίνει επιθυμία γενικά για κάθε αγαθό, και ο “μέγιστος και δολερός έρωτας” για την ευτυχία που νιώθει ο κάθε άνθρωπος· αλλά για τους άλλους, που στρέφονται προς διαφορετικές, κάθε είδους, εκφάνσεις του (πάθος για απόχτηση χρημάτων ή για τον αθλητισμό ή για τη φιλοσοφία), δε λέμε ότι νιώθουν έρωτα ή ότι είναι εραστές, ενώ για κείνους που κατευθύνονται προς μια ορισμένη έκφανσή του, και αυτή είναι η κύρια φροντίδα τους, κρατάμε τη λέξη που εξέφραζε το σύνολο, “έρωτας” και “ερωτικό αίσθημα” και “εραστές”».
«Τα λόγια σου βρίσκονται πολύ κοντά στην αλήθεια», της είπα.
«Τώρα, είπε, ακούγεται και μια άποψη, ότι εραστές είναι εκείνοι που αποζητούν το άλλο μισό του εαυτού τους· η δική μου όμως άποψη λέει ότι ο έρωτας δεν είναι αναζήτηση ούτε του μισού ούτε του ολόκληρου, αν, φίλε μου, τυχαίνει να μην είναι καλό· γιατί, βλέπεις, οι άνθρωποι πρόθυμα δέχονται να τους αποκόβουν και τα πόδια και τα χέρια, αν τους φαίνεται ότι αυτά είναι αρρωστημένα.

Γιατί φρονώ πως ο καθένας μας δε σφιχταγκαλιάζει κάτι σαν δικό του, παρά μόνο στην περίπτωση που αποκαλεί δικό του και κτήμα του το καλό, και ξένο το κακό· γιατί το μόνο, για το οποίο νιώθει έρωτα ο άνθρωπος, είναι το καλό· ή, νομίζεις, για κάτι άλλο;»
«Μα το Δία», αποκρίθηκα, «δε νομίζω για κάτι άλλο».
«Άρα λοιπόν, είπε, είναι τόσο αυτονόητο να λέμε ότι οι άνθρωποι νιώθουν έρωτα για το καλό;»
«Ναι», αποκρίθηκα.
«Τί λοιπόν, δεν πρέπει να προσθέσουμε σ᾽ αυτό ότι ποθούν και να γίνει κτήμα τους το καλό;»
«Να το προσθέσουμε».
«Κατά συνέπεια, είπε, κι όχι μόνο να είναι κτήμα τους, αλλά και να είναι για πάντα».
«Να το προσθέσουμε κι αυτό».
«Άρα, συνοψίζουμε, είπε: έρωτας είναι ο πόθος του ανθρώπου να έχει κτήμα του για πάντα το καλό».
«Ό,τι πιο αληθινό, είναι ο λόγος σου», της είπα.
«Απ᾽ τη στιγμή λοιπόν που ο έρωτας, πάντοτε, είναι αυτό που είπαμε, μου είπε, τίνων ο ζήλος και η υπερένταση της προσπάθειας θα μπορούσε ν᾽ αποκληθεί έρωτας; με ποιό τρόπο επιδιώκουν να το αποκτήσουν και σε ποιά ενέργειά τους; ποιά στην πραγματικότητα τυχαίνει να είναι αυτή η ενέργεια; είσαι σε θέση να το πεις;»
«Διοτίμα, της αποκρίθηκα, αν ήμουν σε θέση, δε θα έτρεφα τέτοιο θαυμασμό για τη σοφία σου κι ούτε θα γινόμουν ακροατής σου, για να με διδάξεις αυτά ακριβώς που συζητάμε».
«Τότε, είπε, θα σου το πω εγώ: αυτό είναι ο τοκετός μες στην ομορφιά· τοκετός, τόσο σωματικός όσο και ψυχικός».
«Το τί σημαίνουν αυτά που λες, της είπα, μόνο μάντης μπορεί να μας το πει — εγώ δε βγάζω νόημα».
«Λοιπόν, είπε, θα σου τα πω σαφέστερα· δηλαδή, Σωκράτη, είπε, όλοι οι άνθρωποι κυοφορούν, τόσο στο σώμα, όσο και στην ψυχή· κι όταν φτάσουμε σε μια ορισμένη ηλικία, είναι έμφυτη η επιθυμία μας για τοκετό.

Αλλά δεν μπορεί να έχουμε τοκετό μες στην ασκήμια, αλλά μόνο μέσα στην ομορφιά.

Δηλαδή, η συνεύρεση του άντρα με τη γυναίκα είναι τοκετός.

Κι έχει κάτι το θεϊκό αυτή η πράξη, και μες στη θνητή μας ύπαρξη ετούτο είναι αθάνατο, η κυοφορία και η γέννα. Λοιπόν, αυτά με κανένα τρόπο δε γίνονται μέσα σε ανάρμοστες συνθήκες· και ανάρμοστη συνθήκη, για καθετί το θεϊκό, είναι η ασκήμια, ενώ η ομορφιά τού πάει μια χαρά.

Λοιπόν, πάνω στη γέννα, η Καλλονή παραστέκεται, Μοίρα και Ειλείθυια(η θεά της γέννησης και των πόνων του τοκετού.) μαζί.

Κι αυτός είναι ο λόγος που, όταν αυτό που κυοφορεί προσεγγίζει κάτι όμορφο, γίνεται ευδιάθετο και, νιώθοντας αγαλλίαση, διαχυτικό, τεκνοποιεί και γεννά· αντίθετα, όταν βρεθεί κοντά σε άσκημο, σκυθρωπό και θλιμμένο, συσπειρώνεται και νιώθει αποτροπιασμό και τραβιέται πίσω και δε γεννά, αλλά, μη μπορώντας να ξαλαφρώσει από τον γόνο, υποφέρει βαριά.

Έτσι εξηγείται που το άτομο που κυοφορεί και που φουσκώνουν τα στήθια του νιώθει μεγάλη έξαψη για την ομορφιά, επειδή αυτή το λυτρώνει από τους μεγάλους πόνους της γέννας.

Γιατί, Σωκράτη, ο έρωτας δεν ποθεί το ωραίο, όπως φαντάζεσαι».
«Αλλά τι ποθεί λοιπόν;»
«Τη γέννα και τον τοκετό μες στην ομορφιά».
«Πολύ ωραία», της αποκρίθηκα.

Πάρα πολύ, βέβαια, είπε.

Αλλά, γιατί ποθεί τη γέννα;

Επειδή η γέννα είναι, για ένα θνητό πλάσμα, κάτι που αναπαράγεται ατελεύτητα, και αθάνατο.

Λοιπόν, ο άνθρωπος οπωσδήποτε ποθεί την αθανασία, συνοδευόμενη από ευτυχία, σύμφωνα μ᾽ όσα συνομολογήσαμε, αν βέβαια ο έρωτας είναι πόθος της απόχτησης της παντοτινής ευδαιμωνίας.

Λοιπόν, απ᾽ αυτό τον συλλογισμό προκύπτει ότι ο έρωτας αναπόφευκτα είναι και πόθος για αθανασία»

Λοιπόν, όλ᾽ αυτά μου δίδασκε η Διοτίμα κάθε φορά που πραγματευόταν το θέμα του έρωτα, και κάποια μέρα με ρώτησε: «Σωκράτη, τι φαντάζεσαι ότι είναι αιτία αυτού του έρωτα κι αυτού του πόθου;

Δεν παρατήρησες πόσο εκνευρισμένα δείχνουν όλα τα ζώα, όταν τα κυριεύει η επιθυμία να γεννήσουν, και τα χερσαία και τα πτηνά, αρρωστημένα όλα και με ερωτικές εξάψεις, πρώτα πρώτα για να σμίξουν ερωτικά μεταξύ τους κι έπειτα για να θρέψουν αυτά που έφεραν στον κόσμο κι είναι πρόθυμα να δώσουν μάχη, τα πιο αδύναμα ενάντια στα πιο δυνατά, για να τα υπερασπιστούν, και να βαδίσουν στο θάνατο γι᾽ αυτά· τα ίδια τους να λιμοκτονούν, για να έχουν να δώσουν τροφή σ᾽ εκείνα, και τα παρόμοια καμώματά τους να μην έχουν τέλος;

Βέβαια, είπε, όσο για τους ανθρώπους θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι τα κάνουν αυτά από υπολογισμό· για τα ζώα όμως, ποια η αιτία μιας τέτοιας ερωτικής συμπεριφοράς;

Μπορείς να μου το εξηγήσεις;»

Κι εγώ πάλι της έλεγα ότι έχω άγνοια.

Κι αυτή είπε: «Περνά λοιπόν απ᾽ το μυαλό σου ότι κάποτε θα γίνεις αυθεντία στα θέματα του έρωτα, αν δεν κατανοείς όλα αυτά;»

«Μα, Διοτίμα, σου το είπα τώρα δα, γι᾽ αυτόν ακριβώς το λόγο επιδίωξα να σε συναντήσω, γιατί κατάλαβα ότι χρειάζομαι δασκάλους.

Πες μου λοιπόν, για ποια αιτία συμβαίνουν τα παραπάνω και τ᾽ άλλα που έχουν να κάνουν με το φαινόμενο έρωτας»

«Λοιπόν, μου είπε, αν είσαι πεπεισμένος ότι από τη φύση του ο έρωτας έχει αντικείμενο εκείνο, για το οποίο πολλές φορές μείναμε σύμφωνοι, μην απορείς.

Γιατί και στην περίπτωσή τους, για τον ίδιο λόγο που επικαλεστήκαμε εκεί, η θνητή φύση επιδιώκει να είναι, στο μέτρο του δυνατού, αιώνια και αθάνατη.

Κι ο μόνος τρόπος να το πετύχει αυτό είναι η γέννα, γιατί πάντοτε αφήνει στη θέση του παλιού κάτι καινούργιο, παρόμοιο — πράγματι, όταν λέμε ότι κάθε ζωντανό ον βρίσκεται στη ζωή και παραμένει το ίδιο (λόγου χάρη, έναν άνθρωπο, από μικρό παιδί κι ως τα γεράματα, τον φωνάζουμε με το ίδιο όνομα· πράγματι, αυτός δεν παύει ποτέ να θεωρείται το ίδιο πρόσωπο, παρόλο που τα στοιχεία που τον αποτελούν δεν παραμένουν τα ίδια, αλλά ασταμάτητα αποχτά νέα στοιχεία, ενώ άλλα στοιχεία του χάνονται·(θεωρία της εξέλιξης) ο λόγος για το τρίχωμα και για τις σάρκες και για τα οστά και για το αίμα και για το σώμα στο σύνολό του).

Και οι αλλαγές δεν περιορίζονται στη σωματική μας υπόσταση, αλλά και σ᾽ ό,τι φορά στον ψυχικό μας κόσμο: οι διαθέσεις μας, ο χαρακτήρας μας, οι αντιλήψεις και οι επιθυμίες μας, οι ηδονές μας, οι λύπες μας, οι φόβοι μας, τίποτ᾽ απ᾽ αυτά δεν παραμένει αναλλοίωτο στον καθένα μας, αλλά άλλα εμφανίζονται, άλλα χάνονται.

Και συμβαίνει και κάτι πολύ πιο παράξενο απ᾽ αυτά, ότι και οι γνώσεις μας, όχι μόνο άλλες αποχτιένται κι άλλες χάνονται και ουδέποτε στον τομέα των γνώσεων μένουμε στο ίδιο επίπεδο, αλλά και με καθεμιά ξεχωριστά από τις γνώσεις μας το ίδιο συμβαίνει.

Γιατί αυτό που αποκαλούμε μελέτη προϋποθέτει ότι η γνώση εγκαταλείπει το πνεύμα μας· γιατί λήθη είναι η αποχώρηση της γνώσης από το πνεύμα μας, ενώ η μελέτη, αντίθετα, δημιουργώντας νέο απόθεμα γνώσης στη θέση εκείνης που αποχώρησε, κρατά ζωντανή τη γνώση, έτσι που να δημιουργείται η εντύπωση ότι παραμένει η ίδια.

Γιατί μ᾽ αυτό τον τρόπο συνεχίζει την ύπαρξή του το κάθε θνητό ον, όχι με το να παραμένει αυτό πέρα για πέρα το ίδιο, όπως το θεϊκό, αλλά με το ότι το κάθε στοιχείο του που αποχωρεί και γερνά αφήνει στη θέση του ένα καινούργιο, παρόμοιο μ᾽ αυτό που το ίδιο του ήταν.

Μ᾽ αυτή λοιπόν τη διαδικασία, Σωκράτη, μου είπε, η θνητή φύση αποχτά μερίδιο στην αθανασία, και σ᾽ ό,τι αφορά στο σώμα και σ᾽ όλα τ᾽ άλλα· αλλά η αθάνατη, με άλλη διαδικασία. Λοιπόν, μη σε παραξενεύει το ότι από ένστικτο το κάθε ον θεωρεί πολύτιμο το βλαστάρι του· γιατί αυτό το ενδιαφέρον κι αυτός ο έρωτας συνοδεύει τον καθένα στην επιδίωξη του για αθανασία»

Κι εγώ ακούοντας τα λόγια της παραξενεύτηκα και είπα: «Έλα τώρα, της είπα, πάνσοφη Διοτίμα, ανταποκρίνονται πράγματι στην αλήθεια αυτά;»

Κι εκείνη, σαν σωστός σοφιστής, είπε: «Να είσαι βέβαιος γι᾽ αυτό, Σωκράτη· γιατί, αν θέλεις να ρίξεις το βλέμμα σου στη φιλοδοξία των ανθρώπων, θα ᾽μενες απορημένος για τον παραλογισμό που δείχνουν στις περιπτώσεις που εγώ ανέφερα, αν δεν κατανοείς τα λόγια μου και δε φέρεις στο νου σου τον φοβερό παροξυσμό στον οποίο πέφτουν, για να γίνουν ξακουστοί και αθάνατοι αιώνια να θησαυρίσουν δόξα και, για να την κερδίσουν, είναι πρόθυμοι να μπουν σε κάθε κίνδυνο γι᾽ αυτήν πολύ περισσότερο απ᾽ ό,τι για τα παιδιά τους, και να ξοδέψουν την περιουσία τους και να καταπονηθούν με κάθε τρόπο και να δώσουν τη ζωή τους γι᾽ αυτήν.

Λόγου χάρη, θα φανταζόσουν, μου είπε, ότι η Άλκηστη θα θυσίαζε τη ζωή της για τον Άδμητο ή ότι ο Αχιλλέας θ᾽ ακολουθούσε στο θάνατο τον Πάτροκλο ή ότι ο δικός σας, ο Κόδρος, θα έβρισκε τον θάνατο ως προϋπόθεση για να κρατήσουν τα παιδιά του τη βασιλεία, αν δεν πίστευαν ότι εξασφάλιζαν αιώνια την υστεροφημία για την αρετή τους — που και στις μέρες μας μένει ζωντανή;

Κάθε άλλο, είπε, αλλά φρονώ ότι οι πάντες κάνουν τα πάντα, για ν᾽ αποχτήσουν αρετή που δεν ξέρει το θάνατο και μια τέτοια τιμημένη δόξα· κι όσο η αρετή που κατέχουν είναι ανώτερη, τόσο περισσότερο ζήλο δείχνουν· γιατί κατέχονται από έρωτα αθανασίας.

Τώρα, είπε, αυτοί που κυοφορούν σωματικά, στρέφονται κατά προτίμηση προς τις γυναίκες και μ᾽ αυτό τον τρόπο εκδηλώνουν τον έρωτά τους, επιδιώκοντας, όπως φαντάζονται, να εξασφαλίσουν μελλοντική αθανασία και υστεροφημία και παντοτινή ευτυχία με την απόχτηση παιδιών·(ΙΜΕΡΟΣ) αντίθετα οι άλλοι, που κυοφορούν στην ψυχή — γιατί δε λείπουν εκείνοι που κυοφορούν πολύ περισσότερο μες στην ψυχή απ᾽ ό,τι μες στο σώμα τους γόνο που αρμόζει να κυοφορήσει και να φέρει στον κόσμο η ψυχή.

Ποιος λοιπόν είναι ο γόνος που της αρμόζει;

Η σύνεση και γενικότερα η αρετή — νά, αυτά που φέρνουν στον κόσμο οι ποιητές στο σύνολό τους κι από τους τεχνίτες όσοι φημίζονται ότι είναι εφευρέτες· και το πιο μεγάλο, είπε, και πιο ωραίο δημιούργημα της σύνεσης είναι η νοικοκυρεμένη διακυβέρνηση των πόλεων και των σπιτικών, ό,τι ακριβώς αποκαλούμε σωφροσύνη και δικαιοσύνη. Λοιπόν, όταν κάποιος απ᾽ τα νεανικά του χρόνια κυοφορεί αυτά στην ψυχή του, με το που γίνεται παλικαράκι και ενηλικιωθεί, κατέχεται πια απ᾽ την επιθυμία του τοκετού και της γέννας· κι αναζητά, φαντάζομαι, γυρνώντας εδώ κι εκεί, την ομορφιά, μες στην οποία θα γεννήσει· γιατί ποτέ δε θα γεννήσει μες στην ασκήμια.

Λοιπόν, δείχνει περισσότερη αγάπη στα ωραία σώματα απ᾽ ό,τι στα άσκημα (γιατί, βλέπεις, κυοφορεί), κι αν μέσα σ᾽ αυτά συναπαντήσει ψυχή ωραία και αρχοντική και καλοκαμωμένη, η αγάπη του για τη μια και για την άλλη ομορφιά δυναμώνει εξαιρετικά· και αντικρίζοντας αυτό το πρόσωπο, από την πρώτη στιγμή βρίσκει άφθονα λόγια για την αρετή και για το πρότυπο που πρέπει να ενσαρκώνει ο προικισμένος με αρετή άντρας και για τις δραστηριότητες που του αρμόζουν, και καταπιάνεται με την πνευματική του καλλιέργεια.

Γιατί με την επαφή του με τον ωραίο και με το να τον συναναστρέφεται, φέρνει στον κόσμο και γεννά, φαντάζομαι, αυτό που εδώ και καιρό κυοφορούσε, με τη σκέψη στραμμένη σ᾽ εκείνον, είτε όσο είναι δίπλα του είτε αναπολώντας τον όσο βρίσκεται μακριά του, και ανατρέφει μαζί μ᾽ εκείνον το νεογέννητο, κι έτσι, ανάμεσα σ᾽ ανθρώπους σαν κι αυτούς γεννιέται ένας δεσμός πιο δυνατός και φιλία σταθερότερη απ᾽ ό,τι ανάμεσα στους γονείς των σωματικών παιδιών, μια και τα κοινά παιδιά τους είναι ομορφότερα και με εξασφαλισμένη διαρκέστερη την αθανασία.

Κι ο καθένας θα προτιμούσε ν᾽ αποχτήσει τέτοια παιδιά παρά τα σωματικά, αντικρίζοντας τον Όμηρο και ζηλεύοντας τον Ησίοδο και τους άλλους εμπνευσμένους ποιητές, τί βλαστάρια αφήνουν πίσω τους, που τους εξασφαλίζουν δόξα και υστεροφημία αθάνατη, καθώς αθάνατα είναι και τα ίδια· κι αν θέλεις, μου είπε, τί παιδιά άφησε πίσω του ο Λυκούργος στη Σπάρτη, σωτήρες των Λακεδαιμονίων και, μπορούμε να πούμε, των Ελλήνων!

Και τιμημένος στον τόπο σας ο Σόλων, για τους νόμους που γέννησε, και άλλοι άντρες σε πολλά άλλα μέρη, και στον ελληνικό και στον βαρβαρικό κόσμο, που παρουσίασαν πολλά και ωραία κατορθώματα, δημιουργοί αρετής κάθε είδους· στη χάρη τους μάλιστα ιδρύθηκαν εδώ και καιρό πολλά κέντρα λατρείας, επειδή γέννησαν τέτοια παιδιά — δεν ακούστηκε τίποτα τέτοιο ως τώρα για τους γονείς σωματικών παιδιών.

Λοιπόν, Σωκράτη, στη γνώση του φαινομένου του έρωτα ως αυτό το επίπεδο, θα μπορούσες κι εσύ να μυηθείς· αλλά για την τέλεια μύηση και την αποκαλυπτική θέαση, για χάρη των οποίων γίνεται και η προκαταρκτική κατήχηση, αν τις επιδιώξει κανείς ακολουθώντας την ορθή μέθοδο, δεν είμαι σίγουρη αν θ᾽ αποδειχτείς αρκετός.

Πάντως εγώ, μου είπε, θα τα εκθέσω, και δε θα ᾽χεις κανένα παράπονο για την προθυμία μου· και βάλε τα δυνατά σου να με παρακολουθήσεις, αν σου το επιτρέπουν οι δυνάμεις σου.

Δηλαδή απαιτείται, μου είπε, αυτός που παίρνει το σωστό δρόμο για να πετύχει αυτό τον σκοπό, ν᾽ αρχίζει από νεανική ηλικία ν᾽ αναζητά τα ωραία σώματα, και, στην πρώτη φάση, αν ο καθοδηγητής του τον καθοδηγεί σωστά, να γίνει εραστής ενός σώματος και σ᾽ αυτό να γεννήσει ωραίες ιδέες· στην επόμενη φάση να κατανοήσει από μόνος του ότι το κάλλος που στολίζει το κάθε σώμα μοιάζει σαν αδέρφι με το κάλλος που στολίζει κάποιο άλλο σώμα· κι αν οφείλουμε να θηρεύουμε το κάλλος της μορφής, θα ᾽μασταν πολύ ανόητοι αν δεν θεωρούμε ως ένα και το αυτό το κάλλος που στολίζει όλα τα σώματα· κι αφού το κατανοήσει αυτό, να γίνει εραστής όλων των ωραίων σωμάτων, αφού μετριάσει τον σφοδρό έρωτά του για το ένα ωραίο σώμα, καταφρονώντας τον και θεωρώντας τον μικροπρεπή.

Κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτά, να θεωρήσει το κάλλος που στολίζει την ψυχή ανώτερο απ᾽ αυτό που στολίζει το σώμα, ώστε, στην περίπτωση που κάποιος έχει ψυχική ανωτερότητα, έστω κι αν η νεανική του ομορφιά δεν αξίζει και πολλά πράματα, να μη ζητά περισσότερη και να τον ερωτεύεται και να έχει την έγνοια του και να γεννά και ν᾽ αναζητά στοχασμούς τέτοιους, που θα κάνουν τους νέους καλύτερους, για να υποχρεωθεί στο επόμενο στάδιο ν᾽ ατενίσει την ομορφιά στις επαγγελματικές δραστηριότητες και στους θεσμούς και να δει τούτο, ότι η ομορφιά σε κάθε έκφανσή της είναι ένα και το αυτό κι έτσι ν᾽ αντιληφτεί ότι η σωματική ομορφιά δεν αξίζει και πολύ· και μετά τις δραστηριότητες, να οδηγηθεί στον κόσμο των επιστημών, για να δει σ᾽ αυτή τη φάση το κάλλος των επιστημών, και αντικρίζοντας την ευρύτερη πια περιοχή, στην οποία έχει επεκταθεί η ομορφιά, να μην παραμένει τιποτένιος και μικροπρεπής υπηρετώντας δουλικά το κάλλος που αντίκρισε σε μια περίπτωση, ικανοποιημένος με το κάλλος που βλέπει σ᾽ ένα παιδαρέλι ή σ᾽ έναν άνθρωπο ή σε μια δραστηριότητα, αλλά, με το βλέμμα στραμμένο στον μεγάλο ωκεανό του ωραίου και καθώς τα μάτια του θα χαίρονται πολλούς και ωραίους και μεγαλοφάνταστους στοχασμούς, να γεννά διανοητικές συλλήψεις θητεύοντας εντατικά στη φιλοσοφία, ως τη στιγμή που, έχοντας πάρει δυνάμεις και έχοντας σημειώσει πρόοδο σ᾽ αυτό το στάδιο, αντικρίσει ξεκάθαρα τη μια και μόνη επιστήμη, που αντικείμενό της έχει μια ομορφιά περίπου σαν αυτήν εδώ — κι απ᾽ τη μεριά σου, είπε, επιστράτευσε όλη την προσοχή σου· γιατί όποιος με παιδαγωγική μέθοδο οδηγηθεί ως αυτό το σημείο της γνώσης του φαινομένου του έρωτα, αντικρίζοντας τα ωραία με την κανονική σειρά τους και σωστά, φτάνοντας πια προς το τέλος της μύησής του στα ερωτικά, ξαφνικά θα δει ξεκάθαρα κάτι που από τη φύση του είναι αξιοθαύμαστα ωραίο, εκείνο ακριβώς, Σωκράτη, για το οποίο καταβλήθηκε όλος ο προηγούμενος μόχθος: το ωραίο, που πρώτα πρώτα είναι αιώνιο και ούτε γεννιέται ούτε αφανίζεται, ούτε αυξάνεται ούτε ελαττώνεται· επίσης, που δεν είναι από μια άποψη ωραίο, από την άλλη άσκημο, κι ούτε που σήμερα είναι κι αύριο όχι, ούτε αναφορικά με το άλφα ωραίο, με το βήτα άσκημο, σα να ήταν για ορισμένους ωραίο, γι᾽ άλλους άσκημο· ούτε θα εμφανιστεί το ωραίο στα μάτια αυτού που το αντικρίζει σαν ένα ωραίο πρόσωπο ή χέρια ή άλλο μέρος του σώματος ούτε σαν κάποιος στοχασμός ή κάποια επιστήμη, κι ούτε να εμπεριέχεται μέσα σε κάτι άλλο, λόγου χάρη μες σε ζώο ή σ᾽ έναν τόπο ή στον ουρανό ή μες σ᾽ οτιδήποτε άλλο, αλλά μένει στην αυτοτέλειά του, ολομόναχο — ο εαυτός του και τίποτ᾽ άλλο, με απλή μορφή, αιώνιο· αντίθετα, όλα τα ωραία παίρνουν κάτι απ᾽ αυτό μ᾽ έναν τέτοιο τρόπο: είτε γεννιένται τα άλλα είτε χάνονται, εκείνο ούτε ν᾽ αυξάνεται ούτε να ελαττώνεται το παραμικρό, και να μένει ανεπηρέαστο. Λοιπόν, όταν κάποιος, ξεκινώντας απ᾽ τα ωραία του δικού μας κόσμου, ασκώντας με σωστό τρόπο την παιδεραστία, φτάνει ν᾽ αρχίζει ν᾽ αντικρίζει εκείνο το ωραίο, σχεδόν θ᾽ άγγιζε το τέρμα.

Γιατί βέβαια, λέγοντας ότι κάποιος βαδίζει ορθά το δρόμο του έρωτα ή ότι καθοδηγείται από άλλον, νά τί εννοούμε: ξεκινώντας απ᾽ τα ωραία του κόσμου μας να πορεύεται συνεχώς ανοδικά, επιδιώκοντας εκείνο το ωραίο, σαν ν᾽ ανεβαίνει σκαλοπάτια, από ένα σε δυο κι από δυο σ᾽ όλα τα ωραία σώματα κι απ᾽ τα ωραία σώματα στις ωραίες δραστηριότητες κι από τις δραστηριότητες στις ωραίες γνώσεις κι απ᾽ τις γνώσεις να φτάσει τέλος σ᾽ εκείνη τη γνώση, που δεν είναι καμιά άλλη παρά η γνώση του απόλυτα ωραίου, και στο τέλος της πορείας του να γνωρίσει τι ακριβώς είναι το ωραίο.

Σ᾽ ένα τέτοιο επίπεδο ζωής, αγαπητέ Σωκράτη, μου είπε η ξένη από τη Μαντίνεια, περισσότερο απ᾽ οπουδήποτε αλλού, αξίζει ο άνθρωπος να ζει τη ζωή του, καθώς τα μάτια του χαίρονται αυτό καθαυτό το ωραίο.

Αυτό που, αν κάποτε το αντικρίσεις, θ᾽ αντιληφθείς ότι δε συγκρίνεται με τα χρήματα και τις ενδυμασίες και τα ωραία αγόρια και τους νεαρούς, που τώρα αντικρίζοντας τους αναστατώνεσαι κι είσαι πρόθυμος, κι εσύ και πολλοί άλλοι, βλέποντας τ᾽ αγαπημένα σας αγόρια και ζώντας συνεχώς συντροφικά μ᾽ αυτά, αν με κάποιο τρόπο ήταν δυνατό, να μην τρώτε ούτε να πίνετε, αλλά μόνο να τα χαίρονται τα μάτια σας και να είστε μαζί. Φαντάζεσαι όμως, μου είπε, τί χάρη θα ᾽χαν τα μάτια μας, αν τους δινόταν η δυνατότητα ν᾽ αντικρίσουν το απόλυτο κάλλος άδολο, ατόφιο, όχι αναμειγμένο με κάτι άλλο κι όχι με σωρούς απάνω του από ανθρώπινη σάρκα και χρώματα κι άλλα μικρολογήματα των θνητών,(ΙΜΕΡΟΣ) αλλά αν μας δινόταν η δυνατότητα ν᾽ αντικρίσουμε κατάματα την απόλυτη θεϊκή ομορφιά στην απλότητα της μορφής της!

Αλήθεια, τί φαντάζεσαι, μου είπε, θα ᾽ταν άδεια η ζωή ενός ανθρώπου που κατευθύνει το βλέμμα του προς τα εκεί και που χαίρεται με τα μάτια της ψυχής του εκείνο το κάλλος, ζώντας συντροφικά μ᾽ αυτό;

Ή δε βάζεις με το νου σου, μου είπε, ότι μόνο εκεί και πουθενά αλλού, θα του δοθεί η δυνατότητα, βλέποντας το κάλλος με το όργανο που γίνεται αυτό ορατό, να γεννήσει όχι πλαστά ομοιώματα αρετής, μια και δεν έρχεται σ᾽ επαφή με ομοιώματα, αλλά αυθεντικά δημιουργήματα, μια και έρχεται σ᾽ επαφή με την αληθινή αρετή· κι απ᾽ τη στιγμή που γεννά δημιουργήματα αληθινής αρετής και τ᾽ ανατρέφει, αποχτά τη δυνατότητα να γίνει ο αγαπημένος των θεών και, περισσότερο απ΄ όποιον άλλο άνθρωπο αθάνατος»

Αυτά λοιπόν μου είπε η Διοτίμα, Φαίδρε και σεις οι άλλοι, κι εγώ έχω πειστεί.

Κι απ᾽ τη στιγμή που πείστηκα, βάλθηκα να πείθω και τους άλλους ότι πολύ δύσκολα κάποιος θα μπορούσε να βρει συνεργάτη αποτελεσματικότερο από τον Έρωτα, για να χαρίσει στην ανθρώπινη φύση αυτό το απόκτημα.

Γι᾽ αυτό τονίζω ότι ο κάθε άνθρωπος έχει καθήκον να τιμά τον Έρωτα και προσωπικά τιμώ όσα έχουν να κάνουν με τον έρωτα και καταγίνομαι, όσο με τίποτ᾽ άλλο, μ᾽ αυτά· και προτρέπω και τους άλλους να κάνουν το ίδιο, και, στο μέτρο των δυνάμεών μου, εγκωμιάζω και τώρα και πάντοτε τη δύναμη και την ανδρεία του Έρωτα.

Τώρα, Φαίδρε, τούτη την ομιλία μου πάρε την, αν θες, ως εγκώμιο στον Έρωτα· αν όχι, δώσε της άλλο όνομα, όποιο σ᾽ αρέσει και με την έννοια που εσύ του δίνεις».

bottom of page